- χορευτικά
- χορευτικόςofneut nom/voc/acc plχορευτικά̱ , χορευτικόςoffem nom/voc/acc dualχορευτικά̱ , χορευτικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χορευτικάς — χορευτικά̱ς , χορευτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτικός — ή, ό / χορευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό (α. «χορευτικό συγκρότημα» β. «σχήματα παντεῑα..., μετ ὀλίγον δὲ χορευτικά», Λουκιαν.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χορευτικά οι χορογραφίες. επίρρ...… … Dictionary of Greek
Emilios Riadis — Riadis während seiner Berliner Zeit Emilios Riadis (griechisch Αιμίλιος Ριάδης, frz. meist Emile Riadis, eigentlich Emilios Chou Αιμίλιος Χου, meist Khu transkribiert; * 13. Mai 1880 in Thessaloniki; † 17. Juli 1935 ebd.) war ein… … Deutsch Wikipedia
Riadis — während seiner Berliner Zeit Emilios Riadis (griechisch Αιμίλιος Ριάδης, frz. meist Emile Riadis, eigentlich Emilios Chou Αιμίλιος Χου, meist Khu transkribiert; * 13. Mai 1880 in Thessaloniki; † 17. Juli 1935 ebd.) war ein griechischer Pianist… … Deutsch Wikipedia
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
μαντόνα — (Madonna Louise Veronica Ciccone, Ρότσεστερ 1958 –). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός. Σπούδασε χορό και ηθοποιία σε κολέγια του Μίσιγκαν και της Νότιας Καρολίνας. Το 1977 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας σπουδές χορού και δύο … Dictionary of Greek
μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… … Dictionary of Greek
μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… … Dictionary of Greek
σουμπρέτα — Θεατρικός όρος που προέρχεται από τη γαλλική λέξη soubrette και εξυπονοεί την πονηρή και τσαχπίνα νεαρή υπηρέτρια. Ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην κωμική όπερα (opera comique) αλλ’ έπειτα γενικεύτηκε στο ελαφρό θέατρο. Σ. ωστόσο λέγονται και… … Dictionary of Greek
σχημάτιον — τὸ, Α [σχῆμα, ήματος] 1. υποκορ. μικρό σχήμα 2. στον πληθ. τὰ σχημάτια α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες β) σχήματα λόγου … Dictionary of Greek